Ο Θανάσης Πολυκανδριώτης είναι από τους λίγους καλλιτέχνες που δεν χρειάζονται συστάσεις. Συνθέτης, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, δάσκαλος και πάνω από όλα άνθρωπος του πολιτισμού. Με δεκάδες διαχρονικά τραγούδια στο ενεργητικό του, συνεργασίες με σπουδαίους καλλιτέχνες της ελληνικής μουσικής και μια βαθιά αίσθηση αποστολής απέναντι στην τέχνη του, συνεχίζει ακούραστα να δημιουργεί, να εμπνέει και να υπηρετεί τη λαϊκή μουσική παράδοση. Σε μια εκ βαθέων συνέντευξη, μας μιλά για τη διαδρομή του, τη σχέση του με το μπουζούκι, τις αγωνίες για τη νέα γενιά, αλλά και για τη σημασία της μουσικής οικογένειας ώστε να δημιουργηθεί μια Μουσική Ακαδημία.
Που γεννηθήκατε και που μεγαλώσατε;
Κόδρου 8, Αγία Βαρβάρα. Εκεί έμενα για οχτώ χρόνια, μέχρι το 1955 – 1956. Μετά κατεβήκαμε στο Αιγάλεω, Μαυροκορδάτου 19, στο πατρικό της μητέρας μου το οποίο υπάρχει ακόμα. Εκεί μένει η αδερφή και ο αδερφός μου. Εκεί μεγάλωσα και έγινα μουσικός.
Πως ήταν τα παιδικά σας χρόνια μέσα σε ένα σπίτι γεμάτο μουσική;
Ήθελα πάντα να φύγω. Όχι από την οικογένεια. Ήθελα να φύγω από την μουσική, διότι εγώ δεν ήμουν σύμφωνος με τίποτα, γιατί ήθελα να σπουδάσω. Ούτε με το μπουζούκι, ούτε με τον τζουρά, ούτε με τον μπαγλαμά. Ούτε με τον πατέρα μου, ούτε με την λογική όλων αυτών που μπαίνανε μέσα στο σπίτι μου, που τους περισσότερους τους έλεγα θείους, σαν μικρό παιδί.
Αγαπούσατε την οικογένειά σας;
Τον πατέρα μου τον λάτρευα. Τη μάνα μου την λάτρευα και όλη την οικογένεια. Έχω τέσσερα αδέρφια, τον ένα τον χάσαμε. Είναι όλοι μπουζουξήδες. Η αδερφή μου έκανε ένα γιο, ο οποίος είναι άριστος μπουζουξής, ο Γιώργος ο Παχής και κάνει την πορεία του.
Πόσο χρονών πιάσατε το μπουζούκι στα χέρια σας;
Μέχρι τα 15,5 -16 περίπου δεν είχα πιάσει το μπουζούκι στα χέρια μου, ποτέ. Παρόλο που ο αδερφός μου έπαιζε και ο πατέρας μου ήταν ενεργός. Εγώ δεν ήθελα με τίποτα. Ασχολούμουν με μία κιθαρούλα, την οποία μου την έμαθε ο θείος μου, ο αδερφός του πατέρα μου και αυτό ήταν. Το 1963 συνέβη κάτι. Όπως συμβαίνει στους περισσότερους. Μια αφορμή θέλουμε για τα πάντα.
Πότε ήταν η πρώτη σας δουλειά με το μπουζούκι;
Γύρω στα 15,5 – 16 χρονών, έβαλα μακριά παντελόνια και πήγα στον Πύργο της Ηλείας. Αφορμή ήταν ο Γιάννης, ο αδερφός μου. Αν δεν ήταν ο Γιάννης, δεν θα πήγαινα εγώ. Τον Γιάννη ζητήσανε που ήταν επαγγελματίας. Ήταν βέβαια δύο χρόνια μεγαλύτερος, όχι μεγάλη διαφορά από μένα. Ο Γιάννης δεν μπορούσε να πάει και είπε ο πατέρας μου: «Πάρε τον Θανασάκη. Βλέπω πως πάνε τα χέρια του στην κιθάρα. Δεν το έχει σε τίποτα να περάσει 30– 40 τραγούδια». Τον ρώτησα τι γίνεται με τα οικονομικά. Τότε δίνανε ένα χιλιάρικο τη βραδιά. Το 1963, 1000δρχ τη βραδιά ήτανε ενάμιση μισθός δημοσίου υπαλλήλου. Λέω Παναγία μου, τι νούμερα είναι αυτά. Ήταν καλοκαίρι, ήμουν στη δευτέρα γυμνασίου, για δεύτερη χρονιά, γιατί ήμουν από τα καλά παιδιά της παρέας. Είχα μείνει μετεξεταστέος, έδωσα πάλι και το όνειρό μου ήταν να πάω στο Μικρό Πολυτεχνείο. Δεν ήθελα καθόλου να ασχοληθώ με τη μουσική. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, αποφάσισα να πάω στον Πύργο να μαζέψω χαρτζιλίκι, για να έχω να την βγάλω. Ήτανε καταδίκη αυτό. Πήγα και κόλλησα.
Πως ήταν η πρώτη σας εμπειρία στη δουλειά;
Πήρα το μπουζούκι στα χέρια μου και πήγα με ένα συγκρότημα στον Πύργο. Παίξαμε καμιά δεκαριά μέρες, αλλά μας φερθήκανε πάρα πολύ άσχημα. Δύο ήταν τα γεγονότα, τα οποία ήταν καθοριστικά για την πορεία μου. Θυμάμαι ήταν Σάββατο βράδυ και ένας ευπατρίδης χόρευε. Είχαμε μαζί και τον κλαρινίστα, τον Δημήτρη Τζάρα, μεγάλη φίρμα. Ο ευπατρίδης πάνω στο κέφι είπε: «Γεια σου Τζάρα με το κλαρίνο σου» πέφτει κάτω ο παππούς και πεθαίνει. Με σημάδεψε ο θάνατος στην πρώτη μου επαφή με τη δουλειά. Το δεύτερο ήταν ότι στις οκτώ μέρες επάνω που πήγαινε φουλ το μαγαζί, παίρνουν τις εισπράξεις οι κύριοι που μας πήγαν εκεί και έφυγαν για την Γερμανία. Μας άφησαν απλήρωτους. Και απλήρωτος και ο θάνατος. Τραγικό.
Πως συνεχίσατε μετά από αυτά τα γεγονότα;
Γύρισα στο Αιγάλεω, έδωσα το μπουζούκι στον πατέρα μου και του είπα: «Πάρτο. Αυτό ήταν. Τελείωσε». Αυτά έγιναν τον Ιούλιου - Αύγουστο του 1963. Το Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς, ήμουν στου Κεφάλα στην Κοκκινιά, μεγάλο λαϊκό σχολείο, δίπλα στον Απόστολο Καλδάρα, στη Σεβάς Χανούμ, στον Μιχάλη Μενιδιάτη, στη Φούλη Δημητρίου, στο Μικρό Τσιγγάνο, στον Γεράσιμο Κουλουβάτο. Με κατατάξανε τρίτο – τέταρτο μπουζούκι. Και αυτό ήταν. Το απολυτήριο της δευτέρας γυμνασίου πήγα και το πήρα μετά από 3 – 4 χρόνια. Δουλειά. Δουλειά. Δουλειά. Μουσική και δουλειά.
Υπήρξε κάποιος άνθρωπος που σας ώθησε ή σας απώθησε να ασχοληθείτε με τη μουσική;
Ο άνθρωπος που μου είπε μην παίξεις μπουζούκι, ήμουν εγώ. Το μυαλό μου. Αυτός που με παρότρυνε πάρα πολύ, με τον τρόπο του, ήταν ο πατέρας μου και οι φίλοι του. Στην κιθάρα έπαιζα μοντέρνα πράγματα και έξω από τη λαϊκή μουσική. Θυμάμαι που είχα «περάσει» το μουσικό θέμα από την ταινία «Απάτσι». Προσπαθούσα να βρω τρόπους, μέσα από την κιθάρα να εκφραστώ αλλά και να παίξω κιθαριστικά πράγματα. Τότε ήταν οι Beatles και είχα μάθει σχεδόν όλα τα τραγούδια τους. Υπήρχαν και άλλα συγκροτήματα και θυμάμαι πως είχα μπλέξει με κάποια παιδιά από το συγκρότημα Junior. Παρακολουθούσα ότι συνέβαινε γύρω από τη μουσική.
Δουλέψατε ως κιθαρίστας;
Με φώναζαν τα Σαββατοκύριακα στο κλαμπ Χρυσή Αράχνη στο Αιγάλεω. Ήταν η χαρά μου η μεγάλη να πάω, να ανέβω επάνω και να παίξω έστω και ένα τραγούδι με την κιθάρα. Από τον χειμώνα του 1963 και μετά, τελειώσανε όλα.
Τι ήταν αυτό που σας τράβηξε στο μπουζούκι;
Μέχρι σήμερα δεν έχω απάντηση. Θα πω μονάχα ένα πράγμα. Με τα χρόνια, αγάπησα τον ήχο του μπουζουκιού, όχι από τη «Μαντουβάλα» και κάποια άλλα τραγούδια που ήταν της εποχής. Μέσα από καινούργια πράγματα. Όταν πήγα τον 1971 στην Αμερική με την Βίκυ Μοσχολιού, γύρισα πίσω με 70 βινύλια που είχαν μέσα όλη τη μουσική του κόσμου. Από Φαϊρούζ, από μεγάλες ορχήστρες Χένρι Ματσίνι, Πολ Μοριά από την Αμερική, κιθαρίστες από Νότια Αμερική, κλαρινίστες από Τουρκία. Και μέσα από αυτά τα βινύλια μετά από 6 - 7χρόνια, που ήμουν ήδη στην καλλιτεχνία, άρχισα και έφτιαχνα το δικό μου μουσικό μυαλό.
Μεγαλώσατε σε μουσικό περιβάλλον. Ήταν καθοριστικό αυτό για εσάς;
Και ναι και όχι. Δεν με επηρέασε απόλυτα, διότι θα μπορούσα να γίνω μπουζουξής από πολύ μικρός. Όμως όταν άκουγα τον πατέρα μου, κάτι μου έλεγε να δώσω βάση. Τα ταξίμια του, τους φίλους του, μιλάμε για μεγάλα ονόματα, Μανώλης Αγγελόπουλος, Μπιθικώτσης, Γαβαλάς, Καζαντζίδης. Όλοι πέρασαν από εκεί. Το μπουζούκι το ανακάλυψα μέσα από τον Μανώλη Χιώτη, σα νέος της εποχής προσπάθησα να βρω τρόπους, να δω τί μου αρέσει στο μπουζούκι. Μέχρι το 1971 που πήγα στην Αμερική. Ενώ οι άλλοι πήγαιναν βόλτες, εγώ πήγαινα στα μεγάλα θέατρα για να δω κάτι καινούργιο – κάτι νέο. Να μορφωθώ μουσικά. Αυτά τα 70 βινύλια πιστεύω ότι παίξανε πολύ σημαντικό ρόλο. Αυτό σκέφτομαι τώρα, γιατί αν με ρώταγες το 1970, θα σου έλεγα: Τί μου λες τώρα; Εγώ περιμένω να πάω στο στούντιο να παίξω. Να δω τον Λοΐζo, να παίξω στον Πλέσσα, να παίξω στον Κατσαρό, στον Μάνο Χατζιδάκι, να παίξω σε όλους τους μεγάλους συνθέτες.
Ποιος από όλους που μου αναφέρατε, έχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά σας;
Ο Μάνος Χατζιδάκις. Αυτός με στιγμάτισε. Μπορώ να πω ήρθε στη ζωή μου, κάπως τυχαία, αλλά τύχη από αυτή που την καθορίζουμε εμείς. Ήρθε το 1971, που εγώ είχα παίξει στο στούντιο τόσες χιλιάδες κομμάτια, είχα φάει το στούντιο με το κουτάλι και μπορώ να πω ήμουν στο μεταίχμιο τι θα κάνω μετά. Απόδειξη το 1971 που με κάλεσαν να παίξω με μια συμφωνική, την RCA στη Ρώμη και πέταξα από τη χαρά μου. Δεν είχα παίξει εγώ με συμφωνική ορχήστρα. Ποτέ. Πήγα και έπαιξα Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκο. Όταν μπήκα μέσα στο στούντιο με το μπουζούκι στο χέρι, 45 μουσικοί σηκωθήκανε απάνω και υποκλίθηκαν. Αυτά ήταν πρωτόγνωρα πράγματα για μένα και σκέφτηκα ότι η μουσική έχει κι άλλα πράγματα. Δεν έχει μόνο το ματζόρε, το μινόρε, το ουσάκ, το χιτζάζ. Έψαχνα λοιπόν να βρω καινούργιους ήχους, να βρω καινούργια πατήματα. Όμως αυτό που θέλω να αναφέρω, είναι ότι δεν είχα όργανο καλό.
Πότε το αποκτήσατε;
Το 1974 μου έφτιαξε ο Ζοζέφ το πρώτο μου μπουζούκι. Όμως μέχρι τότε, από το 1970 έπαιζα στις ηχογραφήσεις. Πήγα στον Άκη Πάνου, ήξερα ότι φτιάχνει όργανα αλλά, δεν φανταζόμουν τότε ότι θα ήταν τόσο αρνητικός με το θέμα του τετράχορδου. Εγώ ήθελα τετράχορδο γιατί με αυτό ξεκίνησα, αλλά όταν του ζήτησα να μου το φτιάξει, ήταν τόσο αρνητικός που τρόμαξα. Μου είπε: «Δεν πρόκειται να φτιάξω ποτέ τετράχορδο μπουζούκι διότι είναι κουτσή κιθάρα». Τον παρακάλεσα να μου φτιάξει ένα καλό μπουζούκι γιατί το χρειαζόμουν στις ηχογραφήσεις. Ο Άκης μου είπε: «Έχω ακούσει για σένα, είσαι καλός παίχτης». Μάλιστα το 1978 με πήρε και κάναμε ένα ορχηστρικό δίσκο που είναι ορόσημο με τον τίτλο «Παρών». Είναι ένας δεύτερος Σκληρός Απρίλης του 45 που έκανα με τον Χατζιδάκι το ‘71. Εκεί διαμόρφωσα έναν χαρακτήρα και πίστεψα πως μπορώ να κάνω κι άλλα πράγματα. Κι μέσα από εκεί άρχισα και ψαχνόμουν. Τελικά μου έφτιαξε το μπουζούκι ο Άκης το 1970. Όταν το πρωτοπήρα στα χέρια μου έπαιξα πολλές εκτελέσεις και μεταξύ αυτών και το σκληρό Απρίλη του 45. Γιατί το 1974 μου έφτιαξε ο Ζοζέφ το δικό μου, το πρώτο μου. Όταν πήγα στην Αμερική είχε πολύ υγρασία και είχα πρόβλημα με το λεπτό καπάκι, διότι έπεφτε μέσα, όπως σε όλους τους μπουζουξήδες. Για αυτό και φτιάχνανε μετά ο Ζοζέφ και όλοι οι άλλοι μάστοροι, ενισχυμένα τα καπάκια για να μην έχουν πρόβλημα από την υγρασία. Όταν λοιπόν μου έπεσε το καπάκι μέσα, το έστειλα στον πατέρα μου και του είπα να το δώσει στον Άκη να το φτιάξει γιατί είναι πολύ καλό όργανο και το έχω βολευτεί. Ο πατέρας μου δυστυχώς δεν πήγε στον Άκη. Πήγε σε έναν άλλο μάστορα στο Αιγάλεω και καταστράφηκε το μπουζούκι. Δεν ήταν ίδιο. Γύρισα εγώ από την Αμερική, το πήρα και έπαιζα μέχρι το 1974. Την ίδια χρονιά μας πήρε ο Ζαμπέτας από το χέρι, εμένα και τον Νικολόπουλο και μας πήγε στον Ζοζέφ. Είπε ο Ζαμπέτας: «Έχω δυο καλούς παίχτες, θέλω να τους φτιάξεις δυο καλά μπουζούκια σαν το δικό μου». Έτσι μας έφτιαξε τα μπουζούκια και παίξαμε για αρκετά χρόνια στη δισκογραφία με τον Χρήστο. Εγώ το διατήρησα μέχρι και σήμερα το μπουζούκι αυτό, παρόλο που έπαθε πολλές ζημιές. Εδώ έχω το δεύτερο, το 1978 μου το έφτιαξε. Έχω εδώ και ένα άλλο μπουζούκι που είναι κειμήλιο. Είναι του 1962, το έφτιαξε ο Ζοζέφ και ανήκει στον Μανώλη Χιώτη. Έχει και τα αρχικά του επάνω. Αυτό το μπουζούκι το παίξανε όλοι οι νεότεροι, οι Επόμενοι και ο Ψωμόπουλος. Αυτό το όργανο είναι μοναδικό. Δεν έχει πάθει τίποτα ποτέ, το συντήρησα βέβαια το 1986 που το πήρα στα χέρια μου.
Πώς γεννιέται μια μελωδία; Είναι πράξη συνείδησης ή έμπνευσης;
Η μελωδία είναι μια πολύ μεγάλη υπόθεση. Όταν άκουγα ένα 45άρι της τότε εποχής, για μένα αυτό που άκουγα δεν μου άρεσε καθόλου. Αλλά στο τέλος μου άφηνε μια γλύκα. Μπορούσα να φανταστώ πως θα ήταν αυτό το κομμάτι με μια άλλη ενορχήστρωση. Γιατί τότε είχαν, μια ντραμς, ένα μπάσο, μια κιθάρα, μετά βάλανε πιάνο και έναν μπαγλαμά. Αυτή ήταν η λαϊκή ορχήστρα. Το μυαλό μου εμένα πήγαινε ακόμα πιο μακριά. Τα παιξίματα που είχα κάνει στον Σκληρό Απρίλη, στον Άκη Πάνου και στους μεγάλους συνθέτες, αν τα ψάξεις καλά, εγώ φεύγω μέσα από το κομμάτι. Το κομμάτι διαρκεί 3 λεπτά: Εισαγωγή, κουπλέ, ρεφρέν. Μέσα εκεί προσπαθούσα να βάλω πράγματα δικά μου. Άρα είναι έμπνευση.
Πως αντιμετώπιζαν οι συνθέτες το μπουζούκι;
Με τους συνθέτες που έπαιζα, ορισμένοι, δεν ήταν του μπουζουκιού και τα βγάζανε έξω. Τα πέταγαν. Θυμάμαι ότι πικραινόμουν πάρα πολύ και έλεγα στον φίλο μου τον Χρηστάκι τον Νικολόπουλο και στον Ζαφειρίου, αυτός ήταν ο δάσκαλός μου: «Βρε Στέλιο εκείνη τη φράση που έκανες σε αυτό το κομμάτι…Ναι άστο μου λέει, μην μιλάς καθόλου. Δυστυχώς υπάρχει αυτό». Ορισμένοι συνθέτες, όταν έβαζα μια φράση δική μου που γλύκαινε το πράγμα, το αποδέχονταν. Πιστεύω πως είμαι από τους παίχτες - εκτελεστές, που περισσότερο από όλα σεβάστηκα τον τραγουδιστή. Δεν ήθελα με τίποτα στο παίξιμό μου, να ενοχλήσω τον τραγουδιστή. Γιατί έλεγα, αυτός είναι ο πρωταγωνιστής, αυτός πρέπει να τραγουδήσει, αυτός πρέπει να φανεί. Δεν μπορούσα εγώ να του παίζω από κάτω διάφορα. Έψαχνα το κενό για να παίξω μια νότα. Αυτό πιστεύω πως ήταν ένα από τα μεγαλύτερα ατού μου. Το είδα στην πορεία, δεν μπορούσα να το φανταστώ τότε.
Πείτε μου για το βιβλίο που έχετε γράψει
Το βιβλίο που έγραψα το 2009 δεν ήταν τυχαίο, γιατί πάντα με βασάνιζε το θέμα της αρμονίας των λαϊκών δρόμων. Σκεφτόμουν πόσοι δρόμοι υπάρχουν. Εμένα με είχε μάθει ο πατέρας μου το χιτζάζ, το νιαβέντ – ήτανε ο δρόμος του, μετά ανακάλυψα το αρμονικό μινόρε, νόμιζα ότι το μινόρε ήτανε ένα και το ραστ, που το μπέρδευα τότε με το χουζάμ γιατί τα κάναμε ένα αυτά. Έτσι αποφάσισα να κάτσω να ασχοληθώ. Ρώτησα από δω, ρώτησα από εκεί και δημοτικούς παίχτες. Θυμάμαι τον συγχωρεμένο Πετρολούκα Χαλκιά όταν τον είχα ρωτήσει, μου λέει: «Θανασάκη αποφάσισες να κάνεις κάτι. Κάντο και μην ρωτάς κανέναν. Κάντο με το μυαλό το δικό σου και με αυτά που ξέρεις από την οικογένειά σου». Του λέω δεν μπορώ να μην ρωτήσω εσένα, δηλαδή, τί είναι το ηπειρώτικο τραγούδι; Και τότε έμαθα για την πεντατονία. Τέλος πάντων το θέμα είναι ότι κατάφερα και έκανα αυτό το βιβλίο, το οποίο δυστυχώς ακόμα, δεν είναι κέντρο αναφοράς για όλους τους μουσικούς. Θα έπρεπε αυτό το βιβλίο να το μάθουν όλοι, να δουν τις 13 κλίμακες, τις οποίες εναρμόνισα με έναν συνάδελφο. Λύσανε κάποια προβλήματα τα οποία είχαν μπερδεμένα στο μυαλό τους ορισμένοι μπουζουξήδες αλλά και άλλοι οργανίστες. Μπερδεύανε το πειραιώτικο με το νιαβέντ. Μπερδεύανε το χιτζάζ με το χουζάμ. Γιατί ακούγανε τα ακούσματα, δεν ξέρανε τι παίζανε οι παλιοί. Οι παλιοί παίζανε άναρχα. Όπως άναρχα παίζουνε και σήμερα ορισμένοι. Όταν μπήκε όμως το πράγμα σε μια τάξη, που το έκανα εγώ, άρχισαν πλέον να καταλαβαίνουν ποιο είναι το χιτζάζ, τις 13 κλίμακες και υπάρχουν άλλες τόσες. Πιστεύω μέχρι να κλείσω τα μάτια μου να μπορέσω να φτιάξω άλλο ένα βιβλίο.
Έχετε γράψει τραγούδια που έγιναν διαχρονικά. Όταν τα γράφατε, νιώθατε ότι θα μείνουν;
Με τίποτα. Μπαίναμε στο στούντιο να γράψουμε τραγούδια, όχι δικά μας, εγώ και ορισμένοι συνάδελφοι, ήμασταν λίγοι τότε. Μόλις παίζαμε το κομμάτι και το ακούγαμε από τον συνθέτη, λέγαμε: «Ωχ μυρίζει. Αυτό μυρίζει επιτυχία». Καταλαβαίνεις αν γράφεις καλό ή μάπα τραγούδι. Πρέπει να το φτιάξεις, να το τελειώσεις, να φύγει, να πάει στον κόσμο και πλέον ο κόσμος είναι αυτός που θα το αποδεχτεί και θα το κάνει μεγάλη επιτυχία. Για αυτό εγώ στις συναυλίες μου το πρώτο πράγμα που λέω είναι: Σας ευχαριστώ όλους σας που κάνατε τα τραγούδια μου μεγάλες επιτυχίες. Οι τραγουδιστές έχουν ένα μερίδιο ευθύνης, αλλά δεν έχουν το μεγαλύτερο. Το μεγαλύτερο το έχει ο κόσμος.
Υπήρξε κάποιο κομμάτι που πρώτα το δείξατε στον κόσμο και μετά μπήκατε στο στούντιο να το ηχογραφήσετε; Δηλαδή να δείτε αν το αποδέχεται κόσμος;
Ήταν γεγονός αυτό. Οι παλιοί έπαιζαν τα τραγούδια τους στον κόσμο και μετά τα γραμμοφωνούσαν. Ο Τσιτσάνης το έχει κάνει επανειλημμένα αυτό. Ο Μητσάκης επίσης. Ο Χιώτης επίσης. Όλοι οι μεγάλοι. Τραγούδια που δεν είχαν βγει στη δισκογραφία τα έπαιζαν, έβλεπαν τον κόσμο πως αντιδρούσε και μετά τα έγραφαν. Κάπου εμείς, όπως και εγώ, ακολουθήσαμε τα χνάρια αυτά. Όπως το τραγούδι «Άντε στην υγειά της». Ήμασταν μια αντροπαρέα, μετά τη συναυλία στην Ουάσιγκτον και καθόμαστε στο λόμπι του ξενοδοχείου. Κάναμε πλάκα μεταξύ μας, λέγαμε ανέκδοτα, παίζαμε και λίγο μουσική, γυναίκες δεν είχαμε μαζί. Κανείς. Λέει κάποια στιγμή ο Πάριος: «Άντε στην υγειά της». Ποιανής ρε; του λέω εγώ. «Άντε στην υγειά της» λέει ξανά ο Πάριος. Αυτό ήταν. Πήγαμε στο δωμάτιο και το φτιάξαμε. Μετά κατεβήκαμε κάτω και τους το παίξαμε. Τα τραγούδια βγαίνανε από την καθημερινότητα και αυτό ήταν το ζητούμενο.
Ποιες συνεργασίες σας πήγαν ακόμα πιο μακριά;
Η Ευτυχία Παπαγιανοπούλου ήταν μια σοφή γυναίκα. Είχε γράψει αριστουργήματα, είμαι τυχερός που συνεργαστήκαμε, αλλά ένα τραγούδι τη χαρακτηρίζει και αυτό είναι που μιλάει για τη ζωή και το θάνατο, μέσα σε δυο προτάσεις: Δυο πόρτες έχει η ζωή, άνοιξα μια και μπήκα και μέχρι να ‘ρθει το δειλινό από την άλλη βγήκα. Ο Καλδάρας ήταν η προσωποποίηση της ευγένειας. Όταν άκουγα τις «Αλλοτινές μου εποχές», «Θα σου κλείσω το στόμα με χίλια φιλιά» έλεγα Παναγία μου τέτοια τραγούδια θέλω να φτιάξω. Κάπου μοιάζεις, κάπου θέλεις να μοιάσεις. Σίγουρα οι συνεργασίες που έκανα, με έχουν στιγματίσει και από τον Μίκη Θεοδωράκη αλλά περισσότερο από τον Μάνο Χατζιδάκι. Ο Χατζιδάκις μου πέρασε πολλές ευαισθησίες, πολλές ιδιαιτερότητες, να ψάχνω από την πρώτη νότα μέχρι την τελευταία και να κάνω την επανάστασή μου, αυτή που νομίζω εγώ επανάσταση. Για άλλους λέγεται ιδιαιτερότητα, για άλλους λέγεται ότι ο Πολυκανδριώτης έκανε κάτι άλλο. Το κάτι άλλο δεν μεταφράζεται πάντα με λέξεις. Με λίγα λόγια ήταν μια πορεία έμπνευσης, μια πορεία διαρκούς ψαξίματος, έρευνας που ακόμα και σήμερα όταν παίζω κάτι, μου βγαίνει και κάτι άλλο, το οποίο πάει στους νέους. Πρέπει να μάθουν οι νέοι, τι έπαιξα τώρα και βγήκε αυτή η φράση; Τι σκέφτηκα; Πρέπει να τους το περάσουμε. Γιατί μόνο έτσι θα πάει μπροστά το πράγμα.
Είχατε μεταδοτικότητα. Το θυμάμαι και ως μαθήτριά σας.
Νομίζω ναι. Είναι και αυτό ένα χάρισμα. Γιατί υπάρχουν δάσκαλοι που κάνουν μαθήματα και το παιδί δεν μαθαίνει τίποτα. Δεν ξέρω…μάλλον πρέπει να είμαι ευλογημένος.
Ποιο τραγούδι σας αγαπάτε ιδιαίτερα, ίσως όχι γιατί έγινε επιτυχία, αλλά για λόγους πιο προσωπικούς;
Εγώ αγαπώ περισσότερο αυτά που είναι μέσα στο συρτάρι. Αυτά που δεν έχουν βγει ακόμα. Είναι τα μεγαλύτερα τραγούδια, που μπορεί να μην βγουν ποτέ. Είναι σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου αλλά και άλλων στιχουργών. Εμπνεόμουν τόσο πολύ από το στίχο του Μάνου, που μόλις το διάβαζα, εκείνη την ώρα καθόμουν και το έγραφα. Ήξερα τι μουσική είχε μέσα, λες και ήταν μαγικό αυτό. Θυμάμαι μου έλεγε: «Θανασάκη έρχεσαι και παίρνεις τα τραγούδια, που μου γυρνάνε οι άλλοι πίσω. Γιατί το κάνεις αυτό;». Όταν διάβασα τους στίχους του Μάνου «Τα κουρέλια», είπα Παναγία μου τι γράφει αυτός ο άνθρωπος; Κάθισα αμέσως και το έφτιαξα. Έμεινε κλασικό ζεϊμπέκικο. Η Γλυκερία το έχει στο ρεπερτόριό της συνέχεια. Η έμπνευση είναι που σε κάνει και προχωράς. Πρέπει να έχω στο συρτάρι πάνω από 300 – 400 τραγούδια. Θέλω να κάθομαι εδώ, να βάζω τα παλιά μου και να τα ακούω. Όμως το τραγούδι είναι διαχρονικό. Είτε είναι σημερινό, είτε είναι χθεσινό, είτε είναι αυριανό. Το τραγούδι έχει την ώρα του που θα βγει και με μια μικρή περιποίηση, τη λέω εγώ ενορχήστρωση, ένα τραγούδι του 1960 – 1970 σήμερα, δεν μπορεί να παιχτεί όπως τότε. Αρκεί να λέει πράγματα. Να υπάρχει μελωδία και να λέει ο στίχος αλήθειες. Αυτό είναι το λαϊκό τραγούδι για εμένα.
Ποιους άντρες τραγουδιστές ή συνθέτες που συνεργαστήκατε ξεχωρίζετε;
Ότι και να πω θα αδικήσω κάποιους αλλά αυτοί οι άνθρωποι που με στιγμάτισαν είναι σίγουρα ο πατέρας μου, από αυτόν πήρα τη γέννηση της μουσικής, ο Μάνος Χατζιδάκις, Ο Γιάννης Πάριος, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Στράτος σίγουρα, ο Τόλης, ο Πλούταρχος.
Ποιες γυναίκες που συνεργαστήκατε, ξεχωρίζετε;
Η Μαρινέλλα, η Μαρινέλλα, η Μαρινέλλα. Είναι τεράστια. Μοναδική. Βέβαια δεν μπορώ να αγνοήσω την Κατερίνα Στανίση. Όταν βγήκε και την άκουσα λέω: αυτό το κορίτσι κάτι έχει. Τη Νατάσα Θεοδωρίδου, έχει ένα τσαγανό αυτή η κοπέλα και μια ιδιαιτερότητα στη φωνή της. Όλες αυτές οι κυρίες είναι από τις φωνές που μπορούν να πάρουν το λαϊκό τραγούδι στους ώμους τους και να το πάνε εκεί που πρέπει. Είναι έτοιμες. Είναι φωνάρες και δεν κολλάνε πουθενά.
Υπήρξαν συνεργασίες που σας δυσκόλεψαν;
Οι δυσκολίες είναι αυτές που σε κάνουν και πεισμώνεις. Εγώ είμαι της δυσκολίας. Κανείς δεν είναι θεός. Όλοι τους και αυτοί που προανέφερα και άλλοι είχαν τις ιδιαιτερότητές τους. Όμως οφείλεις να έχεις καλή σχέση μαζί τους, μέχρι εκεί που παίρνει όμως, όχι παραπέρα. Εγώ ποτέ δεν έγινα κολλητάρι με κάποιον. Γιατί όταν γίνεσαι κολλητός θα πρέπει να ξεγυμνωθείς. Πως θα ξεγυμνωθείς σε έναν άνθρωπο με τον οποίον συνεργάζεσαι; Έβαζα την συνεργασία μέχρι ένα σημείο και τη φιλία μέχρι εκεί που έπρεπε. Και νομίζω ότι τα κατάφερα. Αυτό κάνω και τώρα, μέχρι να κλείσω τα μάτια μου, αυτό μεταλαμπαδεύω στους νεότερους, να ξέρουν, για να μπορέσουν να σταθούν στα πόδια τους και να κάνουν και εκείνοι την επανάστασή τους.
Εκπαιδεύετε λοιπόν τους αυριανούς μπουζουξήδες ή μπουζουκίστες;
Οι νέοι θέλουν να τους λένε μπουζουκίστες. Εγώ θέλω να με λένε Μπουζουξή. Έτσι έμαθα να με φωνάζουν και ορισμένοι με έλεγαν μπουζουκτσή. Λογοπαίγνιο ήταν παρά υποτιμητικό. Ο Μανώλης Χιώτης είχε πει κάποτε και είχε απόλυτο δίκιο: «Γιατί αυτός που παίζει κιθάρα να λέγεται κιθαρίστας και αυτός που παίζει μπουζούκι να μην λέγεται μπουζουκίστας;». Τη λέξη μπουζουξή την έχουν λίγο κοροϊδέψει βέβαια.
Είναι το μπουζούκι όργανο «παρεξηγημένο»;
Ήταν παρεξηγημένο μια εποχή. Απαγορευόταν κιόλας. Όμως πιστεύω, ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης και όλοι αυτοί οι μεγάλοι, το φέρανε σε άλλα επίπεδα. Πήραν τον ήχο του και τον εξέλιξαν μέσα από τους παίχτες βέβαια. Ο Νίκος Παπαδόπουλος, ο Λάκης Καρνέζης, ο Χιώτης, ακόμα και ο Τσιτσάνης άλλαξαν τον τρόπο παιξίματός του, λόγω του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη και άλλων μεγάλων συνθετών. Αν και δεν έγραψε μαζί τους, συναναστράφηκε όμως, έζησε την εποχή τους. Ο Χιώτης σίγουρα συνέλαβε με τον ηλεκτρικό του ήχο, πάρα πολύ, γιατί ο Χιώτης όσο καλός ήταν στο τρίχορδο, τόσο καλός ήταν και στο τετράχορδο. Απλώς άλλαξε η χροιά του ήχου. Μεγάλη σχολή. Αλλά για μένα αυτός που πραγματικά, τους περίκλειε όλους μέσα ήταν ο Μπέμπης. Ο Δημήτρης ο Στεργίου, τον οποίο μάλιστα τον έλεγα και Θείο. Κάποια στιγμή μου έριξε ένα χαστούκι σε ένα μαγαζί που ήμασταν και μου λέει: «Δεν είμαι θείος σου ρε μπουμπούνα», έτσι με φώναζε μικρό, «φίλος του πατέρα σου είμαι». Εγώ που να το φανταστώ; Αφού τον έβλεπα συνέχεια μέσα στο σπίτι μου. Είχαμε τη τάση τότε όλοι οι πιτσιρικάδες, αυτούς που μπαίνανε μέσα στο σπίτι να τους λέμε θείους.
Πείτε μου τον αγώνα που έχετε κάνει, για να αναγνωριστεί το μπουζούκι, ως ελληνικό λαϊκό όργανο
Δυστυχώς ο μόνος που ασχολήθηκε και ασχολείται με το μπουζούκι στην Ελλάδα, είμαι εγώ. Λέω δυστυχώς διότι υπάρχει άρνηση από κάποιους, να έρθουν κοντά και να παλέψουμε μαζί. Σίγουρα οι δυνάμεις όταν σμίγουν κάνουν καλό. Ένα διάστημα είχε ακουστεί και είχε γίνει πραγματικότητα, να μην παίζουν στα ραδιόφωνα τραγούδια αν έχουν μπουζούκι. Τέλος πάντων, το αγάπησαν το μπουζούκι, αλλά και το μίσησαν. Εγώ δεν ήθελα με τίποτα να υπάρχει αυτό το μίσος. Πίστευα στην ύπαρξη του μπουζουκιού, άκουγα διάφορα από δω και από κει, αλλά όταν φτάσαμε στην εποχή της ψηφιοποίησης και πληκτρολογούσαμε στο ίντερνετ Ελληνικό μπουζούκι, μας έβγαινε λαούτο, σάζι, δεν υπήρχε ελληνικό μπουζούκι. Ιρλανδέζικο μπουζούκι υπήρχε, περσικό μπουζούκι υπήρχε.
Η Ελλάδα έχει συστηθεί στη Διεθνή μουσική σκηνή μέσα από το Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας στο οποίο παίζεται εσείς μπουζούκι
Ελλάδα ίσον μπουζούκι. Αυτό με έκαιγε περισσότερο. Άρχισα να ψάχνω γενιές πίσω και ανακάλυψα ότι είναι ελληνικότατο. Κάποτε ήμουν με μια παρέα και τους λέω, μάγκες εμένα το όνειρό μου είναι να γίνει το μπουζούκι η κληρονομιά της Ελλάδας, αλλά με στάμπα, με βούλα. Ποιος είναι αυτός ο οργανισμός που θα το κάνει; Η UNESCO. Μάζεψα λοιπόν πληροφορίες και πήγα στην τότε Υπουργό Πολιτισμού η οποία μου είπε: «Δεν υπάρχει περίπτωση να τα καταφέρεις γιατί η λέξη μπουζούκι είναι τούρκικη. Εδώ μιλάμε για Ελλάδα». Της λέω ωραία και τι πρέπει να κάνω; Μου είπε τη χρυσή τομή και αυτό το λέω για πρώτη φορά. «Θα φτιάξεις ένα πλάνο με 1000 λέξεις, που πρέπει να παρουσιάσεις και μέσα εκεί να αναλύσεις την ιστορία του οργάνου. Θα αναφέρεις το όργανο, τι έχει κάνει όλες αυτές τις δεκαετίες, την πορεία του και στο τέλος θα γράψεις, Μπουζούκι». Όταν λοιπόν το έκανα αυτό και της το έδειξα, μου λέει τώρα μπορεί να προχωρήσει. Έτσι το ξεκινήσαμε. Μας έβαλαν πάρα πολλές τρικλοποδιές, δεν θα πω ονόματα γιατί δεν θέλω να ξέρει ο κόσμος ότι υπάρχουν κακοί άνθρωποι. Ας πούμε ότι και αυτοί κάναν τα λάθη τους. Γύρω στα 8 με 10 χρόνια περίπου με ταλαιπωρούσανε. Ταλαιπωρούσαν το μπουζούκι, όχι εμένα. Τελικά 23 Δεκεμβρίου 2021 η Υπουργός Πολιτισμού υπέγραψε, το μπουζούκι έφυγε και πήγε στην UNESCO και έχουμε πλέον άυλη πολιτιστική κληρονομιά. Η ιστορία του μπουζουκιού άρχισε από την αρχαία πανδούρα, έπειτα η εξέλιξή του ήταν ο μπαγλαμάς, ο τζουράς, το τρίχορδο και μετά το τετράχορδο. Αυτή η τετράδα είναι που αντιπροσωπεύει το όργανο αυτό. Θα μπορούσε να ήταν και άλλα όργανα, όπως ο ταμπουράς. Αλλά ο ταμπουράς έμεινε εκεί. Δεν μετεξελίχθηκε. Ένα κομμάτι υπάρχει μόνο και απορώ πως τον έχουν στα σχολεία και τον πλασάρουν σαν βασικό όργανο που στην ουσία δεν έχει εξελιχθεί καθόλου μπροστά στο μπουζούκι. Ήταν μεγάλη χαρά που πήρα, εγώ και όλοι οι μπουζουξήδες, γιατί όλη η Ελλάδα παίζει μπουζούκι.
Πότε ξεκινήσατε να ασχολείστε με την εκπαίδευση;
Από το 1993 – 1994 και μετά και αυτό με παρότρυνση του πατέρα μου. «Άντε να κάνουμε κάτι…άντε να κάνουμε κάτι σαν οικογένεια». Το έκανα λοιπόν, σιγά σιγά και είδα ότι ήταν το καλύτερο πράγμα που έκανα στη ζωή μου, μετά από το μάθω μπουζούκι και να το δω σαν όργανο. Αλλά και αυτό έχει αξία γιατί στα παιδιά δεν μαθαίνω τον Πολυκανδριώτη τον σημερινό. Τον αφήνω να τον ανακαλύψουν μόνοι τους. Στα παιδιά διδάσκω τον Πολυκανδριώτη τον τότε. Στην εκπαίδευση είδα ότι υπάρχουν πολλά κενά. Όταν πήγα στο πανεπιστήμιο, είδα πως και εκεί υπάρχει πολύ μεγάλη τρύπα στη λαϊκή μουσική παράδοση και αποφάσισα να ασχοληθώ πιο σοβαρά με το μπουζούκι οδηγό αλλά και τα υπόλοιπα όργανα.
Ποια βήματα ακολουθήσατε για να κλείσουν αυτά τα κενά στην εκπαίδευση;
Όταν ανακάλυψα ότι η μουσική παράδοση νοσεί, πηγαίνοντας στο Πανεπιστήμιο και στις άλλες μεγάλες σχολές που δίδαξα, είδα ότι δεν υπάρχουν δάσκαλοι. Όταν δεν υπάρχει δάσκαλος, δεν υπάρχει μαθητής. Πρέπει λοιπόν να φτιάξουμε δάσκαλους. Με την ομάδα μου, με τους Επόμενους, βγήκαν κάποια παιδιά, τα οποία πιστέψανε σε αυτό, το αγαπήσανε, είτε από ανάγκη, είτε από αγάπη πραγματική. Γιατί και η ανάγκη πολλές φορές σε κάνει να αγαπάς κάποια πράγματα. Ο Ψωμόπουλος γνωρίζει περισσότερο αυτή την ιδιαιτερότητα. Τέλος πάντων για να γίνει κάτι σοβαρό, πρέπει να γίνει νόμος του κράτους. Δεν μπορεί να είναι σκόρπια η λαϊκή μουσική παράδοση. Εντάξει βγάζουμε βιβλία, το μπουζούκι το κάναμε παγκόσμιο όργανο και άρχισα και έψαχνα μέσα από τη βιβλιογραφία, να δω πως θα γίνει αυτό. Υπήρχε ένας νόμος του 1994 ο οποίος δεν ήταν ενεργός. Μέσα σε αυτόν τον νόμο λοιπόν, φτιάξαμε ένα πλαίσιο από το 2005 μέχρι 2014. Μαζευτήκαμε μια επιτροπή στο Υπουργείο Πολιτισμού και αυτό ήταν μια προτροπή του τότε πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή και μέσα σε αυτή την επιτροπή έβαλαν εμένα και άλλους εμπειρικούς. Αυτοί ήταν πιο προχωρημένοι. Ο Τσιαμούλης ήταν πιο μπροστά και ο Καλαϊτζίδης. Εγώ ήμουν απλώς ένας λαϊκός οργανοπαίχτης που ναι μεν ήθελα να κάνω πράγματα, είχα πάει στο Πανεπιστήμιο, είχα πάει στα ΤΕΙ της Άρτας, είδα πως λειτουργεί το σύστημα και αφού μαζέψαμε όλο το υλικό αυτό, ξεκινήσαμε με 13 όργανα και φτάσαμε τα 27. Το 2014 παραδώσαμε το φάκελο στον τότε Υπουργό Πολιτισμού με όλη τη λαϊκή μουσική παράδοση, μέσα σε αυτό τον ογκώδη φάκελο. Μέχρι το 2022 δεν είχε ενδιαφερθεί κανείς. Από το 2014 μέχρι το 2022, κανείς. Με παρότρυνση δική μου και των συνεργατών μου, πάλι με την ίδια Υπουργό, καταφέραμε και υπέγραψε αυτό το νομοσχέδιο, την επέκταση του νόμου δηλαδή, και ενέταξε 27 λαϊκά όργανα στην εκπαίδευση με επταετή φοίτηση και κρατικό πτυχίο. Λέω τώρα, εδώ τελειώσαμε. Καταφέραμε δυο πολύ μεγάλα πράγματα. Όταν όμως κάνεις κάτι μεγάλο ανοίγουν οι ασκοί του Αιόλου. Αρχίζει ένας αγώνας ποιος θα πάρει πτυχίο, ποιος έχει την ικανότητα να διδάξει, ποιος έχει την ικανότητα να παίξει και λέω τώρα ελάτε. Ελάτε να δούμε ποιος παίζει.
Όλα αυτά τα χρόνια έχετε βγάλει πολλούς μαθητές. Έχετε ξεχωρίσει κάποιους;
Οι μαθητές μου ως επί των πλείστο παίζουνε. Αρκετά παιδιά γίνανε δημόσιοι υπάλληλοι, χρησιμοποιώ αυτή την έκφραση και δεν μου αρέσει καθόλου, γίνανε μόνιμοι στην κρατική εκπαίδευση και πραγματικά είδαμε μια αλλαγή τεράστια. Ο Ψωμόπουλος, ο Γεδίκης, ο Γοράντης, ο Καλυβάς, ο Ζάντζας, ο Παλάγκας, ο Κουβέλης και ξεχνάω κι άλλους βέβαια. Ξαφνικά βλέπω μια γενιά μπουζουξήδων που μπαίνουν με τα μπούνια στην εκπαίδευση και αρχίζουν και βγαίνουν φιντάνια. Το μπουζούκι πήρε τη θέση που του αξίζει. Σίγουρα θα υπάρξει μετεξέλιξη μετά από χρόνια. Η έρευνα αυτή τη στιγμή που κάνει ο Ψωμόπουλος, ο Παλάγκας και όλα αυτά τα ονόματα που είπα, έχει σαν αποτέλεσμα να φτάσει στο σημείο, στο μπουζούκι να προστεθεί μια χορδή ακόμα. Να γίνει πεντάχορδο. Κάποτε το είχε κάνει ο Γιώργος Τσιμπίδης. Άρα η μετεξέλιξη είναι αποτέλεσμα ψαξίματος μεγάλου. Ο πολιτισμός και η εξέλιξη μας πάνε μπροστά. Δεν θα έλεγα όχι, μετά από 10 χρόνια να βγει ένα όργανο που να μοιάζει με το μπουζούκι και να είναι κάτι διαφορετικό. Δεν θα το αρνιόμουν. Θα το έψαχνα και θα συνέβαλα με τον τρόπο μου να γίνει καλύτερο.
Ονειρεύεστε να ιδρυθεί μια Μουσική Ακαδημία;
Αυτό θα ήταν η κορύφωση. Φτάσαμε στο σημείο σήμερα, να αναζητάμε μια μουσική ακαδημία. Ένα σπίτι μουσικό, που να περιλαμβάνει όλη τη μουσική μέσα, από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη, για να μπορέσει πλέον το πράγμα, να ξεκαθαρίσει ποιος παίζει και ποιος δεν παίζει. Ποιος έχει τα φώτα να μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις του και ποιος πρέπει να πάει σπίτι του ή να γίνει καλύτερος. Δυστυχώς στις μέρες μας υπάρχουν άνθρωποι ανόητοι, που τους έδωσε το δικαίωμα ο νόμος να κάνουν εγγραφή κατατακτήριων εξετάσεων και μπαίνουν στη διαδικασία πτυχίου χωρίς να έχουν τα απαραίτητα εκπαιδευτικά και αξιολογικά προσόντα. Δηλαδή η εγγονή μου είναι 3,5 χρονών τώρα, σε 4 χρόνια να πάει να ξεκινήσει μουσική. Ποιος θα την πάρει στα χέρια του; Θα είναι ικανός αυτός να τη διδάξει μουσική; Ή θα τη στραβώσει; Αυτό με καίει περισσότερο. Αγωνίζομαι να το πετύχω και μπορεί να γίνει. Το πτυχίο και το μπουζούκι είχαμε να το δούμε αιώνες. Το τετράχορδο μας το έδωσε ο Χιώτης από το 1952 και μετά, δεν το ξέραμε καν. Ο Στεφανάκης ο Σκιτσάμπελος να είναι καλά στην Αμερική που το σχεδίασε, το έκανε πραγματικότητα, με κιθάρα όμως, με μανίκι κιθάρας και σκάφος κιθάρας και μετά ήρθε ο Χιώτης και μας άνοιξε τα μάτια.
Θεωρείται ότι ως ένα βαθμό μπορεί να υπάρξει συνεχιστής του έργου σας;
Πιστεύω ναι. Το πιστεύω πάρα πολύ γιατί ακόμα και σήμερα, τα νέα τα παιδιά που βγάζω, βλέπω τη σπιρτάδα στο μάτι τους. Οι παλιοί είναι γεγονός ότι θα το πάνε, αλλά οι νέοι, τα πιτσιρίκια δηλαδή, βλέπω ότι θα συνεχίσουν το έργο και μακάρι, μακάρι, μακάρι, να υπάρχουν και στα άλλα όργανα. Υπάρχουν αλλά σε μικρή εμβέλεια, τουλάχιστον από όσο ξέρω εγώ, να υπάρχει η ίδια αγάπη και η ίδια διάδοση. Γιατί αν δεν το διαδώσουμε, να το μάθουν οι νέες γενιές, πως θα έχουμε καινούργιους παίχτες; Πως θα διαιωνιστεί αυτό το είδος; Στις μέρες μας, που το λαϊκό τραγούδι είναι σε πολύ μεγάλη άνοδο να μπορέσουμε να φτιάξουμε μια - δυο εταιρίες να ασχοληθούν σοβαρά με την παραγωγή. Η παραγωγή είναι αυτή που μας αφήνει πίσω. Και νέα τραγούδια βγαίνουν και καλοί στιχουργοί υπάρχουν και καλοί τραγουδιστές υπάρχουν και μουσικοί καλοί υπάρχουν, όμως είναι σκόρπιοι, είναι χύμα. Πρέπει να μπει μια τάξη. Ο Μάτσας τι έκανε; Τους μάζεψε, τους έβαλε σε τάξη. Ο Λαμπρόπουλος επίσης. Ο Πατσιφάς επίσης. Ο Αντύπας στην Polygram. Μπήκανε σε τάξη. Το ελληνικό τραγούδι δεν πεθαίνει. Ακόμα και τώρα στο live πρόγραμμα την δεύτερη ώρα λένε λαϊκά τραγούδια για να σώσουν την κατάσταση. Ο Καζαντζίδης είχε πει: «Αν πετάξεις στο πέλαγος μια σανίδα που λέγεται λαϊκό τραγούδι, όλοι από αυτή τη σανίδα θα πιαστούν για να σωθούν».
Είστε ένας πολύ ενεργητικός άνθρωπος, με θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες, συνεντεύξεις και εμφανίσεις στη τηλεόραση. Ποιοι σας στηρίζουν σε όλα αυτά;
Με στηρίζει η δύναμη, αυτό που λέμε έμπνευση, που λέγεται λαϊκό τραγούδι, λαϊκή μουσική. Η σύντροφός μου, τα παιδιά μου και πάνω από όλα οι μαθητές μου. Από αυτούς εμπνέομαι, από αυτούς παίρνω αγάπη. Βλέπω πως θα σωθεί το πράγμα. Θα το παλέψουμε. Εγώ κάποια στιγμή θα φύγω από τη ζωή. Θα έχουν μείνει όμως άλλοι πίσω. Μακάρι αυτοί οι άλλοι να εκπληρώσουν τις ιδέες μου. Τις ιδέες μου τις λέω, δεν κρύβω τίποτα. Η ακαδημία είναι ένα έργο που αν γίνει θα μαζευτεί όλο το πράγμα και θα γίνει μια οικογένεια.
Τι να περιμένουμε από τον Θανάση Πολυκανδριώτη στο μέλλον γιατί σίγουρα θα έχουμε να δούμε πολλά.
Εκπλήξεις πολλές. Καταρχάς καινούργια τραγούδια. Έχω μαζέψει ένα υλικό το οποίο θα προλάβω να το βγάλω, ένα ορχηστικό δίσκο που το μπουζούκι πάει σε άλλα επίπεδα. Τραγούδια νέα, για νέες φωνές, αλλά και τραγούδια δυνατά για μεγάλες φωνές. Όχι ότι τα δυνατά τραγούδια δεν είναι για τις νέες φωνές. Είναι. Αλλά για κάθε φωνή υπάρχει και ένα τραγούδι. Υπάρχει ένας δρόμος. Ένα τραγούδι που θα το πει ο Πλούταρχος δεν θα το δώσω να το πει ένα νέο παιδί. Γιατί δεν θα έχει τη δυνατότητα να το ερμηνεύσει. Ο Πλούταρχος και ο Ρέμος είναι έτοιμοι. Να πάρουν το λαϊκό τραγούδι στους ώμους τους και να το πάνε παρακάτω. Όπως η Θεοδωρίδου και η Βανδή και κάποιες άλλες τραγουδίστριες που είναι πραγματικά αξιόλογες. Η Πέγκυ Ζήνα είναι πάρα πολύ καλή τραγουδίστρια. Υλικό έχουμε. Μας λείπει η οργάνωση και η παραγωγή.