Σε μια κατανυκτική ατμόσφαιρα εορτάστηκε η μεγάλη Δεσποτική εορτή της Θείας Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού στην Πρώτη των Πριγκηποννήσων. Την Τρίτη, 6 Αυγούστου 2024, ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος χοροστάτησε στη Θεία Λειτουργία που τελέστηκε στη φερώνυμη Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή του νησιού, η οποία φέτος γιορτάζει τα 300 χρόνια από την επανίδρυση και ανακαίνισή της.
Στην τελετή παρέστη εκπρόσωπος του Πατριάρχη των Αρμενίων στην Τουρκία, κ. Sahak Maşalyan, καθώς και όμιλος Αρχόντων του Οικουμενικού Θρόνου και νέοι από τις ΗΠΑ, ενώ πλήθος πιστών συμμετείχε στην εορτή.
Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας, ο Παναγιώτατος ευλόγησε τα σταφύλια, τα οποία, σύμφωνα με την παράδοση, διανεμήθηκαν στους πιστούς μετά την Απόλυση. Στη συνέχεια, τέλεσε τρισάγιο για την ανάπαυση της ψυχής του μεγάλου ευεργέτη του Γένους, Συμεών Σινιόσογλου, μπροστά από τον τάφο του, ο οποίος βρίσκεται δίπλα στον Ναό.
Κατά το κέρασμα που ακολούθησε στον αυλόγυρο, η κ. Μαρία Αποστολίδου, Πρόεδρος του Δ.Σ. της Παιδοπόλεως και της Στέγης Εργαζομένης Νεάνιδος, και ο Άρχων Πριμικήριος κ. Αδαμάντιος Κομβόπουλος, Διευθυντής της Κατασκήνωσης, καλωσόρισαν τον Πατριάρχη με θερμούς λόγους. Επίσης, χαιρετισμό απηύθυνε και ο Δήμαρχος Πριγκηποννήσων, κ. Ali Ercan Akpolat, ο οποίος είχε παρευρεθεί νωρίτερα στη Θεία Λειτουργία.
Ο Παναγιώτατος, στην ομιλία του, αναφέρθηκε στην εφετινή επέτειο της Μονής και παρουσίασε συνοπτικά την μακρόχρονη ιστορία της.
“Η σχεδόν χιλιόχρονη ιστορία της Μονής ταυτίζεται με αυτήν της νήσου Πρώτης, η οποία, άλλωστε, περιήλθε σταδιακώς στην αποκλειστική κυριότητα της Μονής, μέχρι τας αρχάς της δευτέρας δεκαετίας του δεκάτου ενάτου αιώνος. Η πορεία, συνεπώς, του Πατριαρχικού αυτού Σταυροπηγίου συνεδέθη αρρήκτως με τις τύχες της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας και του Γένους μας, αλλά και ευρύτερον, όπως μαρτυρούν οι διαδοχικές αλλαγές χρήσεως της Μονής.
Τι να πρωτοαναφέρουμε! Την επιθυμία του μεγάλου Πατριάρχου Ιωακείμ Γ´, κατά την πρώτη Πατριαρχία του, να στεγάση στον χώρο της Μονής γηροκομείο για κληρικούς της Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως και Αρχιερείς της ενταύθα Ιεραρχίας του Θρόνου; Ο πρωτοποριακός αυτός στόχος, έκφρασις της φροντίδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου διά τα έσχατα του βίου των διακονούντων εις αυτό κληρικών παντός βαθμού, δυστυχώς, ουδέποτε επετεύχθη, το δε κτήριο που οικοδομήθηκε επί τούτου φιλοξένησε κατά το ακαδημαικό έτος 1895-1896 τους σπουδαστές της Ιεράς Θεολογικής Σχολής Χάλκης, μέχρι της μετεγκαταστάσεώς των εις το νεόδμητον κτήριον της Σχολής, μετά τον καταστροφικό σεισμό που έπληξε την περιοχή. Την λειτουργία της Μονής ως Ορφανοτροφείου θηλέων, κατά την δευτέρα Πατριαρχία του Ιωακείμ Γ´, επί οκταετίαν (1906-1914), κατόπιν της γενναιοδώρου χορηγίας του Μεγάλου Ευεργέτου του Γένους Συμεών Σινιόσογλου, υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του οποίου ετελέσαμεν προ ολίγου, όπως κάθε χρόνο, τρισάγιον προ του παραπλεύρως της εισόδου της Μονής ευρισκομένου τάφου του; Την εν συνεχεία εγκατάστασιν εδώ μονάδος του τουρκικού στρατού, κατά την διάρκεια των τριών πρώτων ετών του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου και ακολούθως, την μεταφορά εδώ από την Πρίγκηπο του Ορφανοτροφείου Αρρένων, κατά το τελευταίο έτος του πόλεμου, λόγω μεταστεγάσεως της στρατιωτικής μονάδος εις το κτήριον του Ορφανοτροφείου της Πριγκήπου; Την παροχή ασύλου και διαμονής σε εκατοντάδες Ρώσσους αδελφούς μας, οι οποίοι κατέκλυσαν ως πρόσφυγες την Βασιλίδα των Πόλεων, μετά την έκρηξι της Οκτωβριανής Επαναστάσεως; Η αγαπώσα καρδία της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως εμερίμνησε από την πρώτη στιγμή διά τα εκ Ρωσσίας εμπερίστατα τέκνα της, τα οποία, άμα τη αφίξει των ενταύθα βρήκαν όχι μόνον στέγην, αλλά κατά την κρίσιμον περίοδον προσαρμογής μακράν της πατρίδος των έτυχαν της δεούσης περιποιήσεως και της απαιτουμένης ενισχύσεως σε τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης. Η χρήσις της Μονής ως χώρου φιλοξενίας, κυρίως θηλέων ρωσσοπαίδων, τερματίσθηκε το 1925 με τον διορισμό του συμπατριώτου μας Κυρίλλου Αγαπίου του Ιμβρίου ως ηγουμένου, λόγω, δυστυχώς, της απόπειρας ιδιοποιήσεως της Μονής από μερίδα Ρώσσων προσφύγων.
Παρά τις διαδοχικές αλλαγές ως προς τον τρόπον αξιοποιήσεως των εγκαταστάσεων της Μονής, διαρκής παρέμεινε στο διάβα των τριών αυτών αιώνων ο πρωταγωνιστικός ρόλος αυτής εις την εξυπηρέτησιν των πολυειδών αναγκών όχι μόνον της Ρωμιοσύνης της Πόλεως, αλλά εν γένει του ενταύθα προσωρινώς ή μονίμως διαμένοντος Ορθοδόξου ποιμνίου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, και κυρίως των νέων, όπως καταδεικνύει η εγκατάστασι εις την Μονήν διαδοχικώς της Ιεράς Θεολογικής Σχολής, των Ορφανοτροφείων θηλέων και αρρένων και των Ρωσσίδων κορασίδων. Ίσως γι᾽ αυτόν ακριβώς τον λόγο θεωρήθηκε απολύτως φυσική εξέλιξις η εδώ μεταφορά το 1952 της Πατριαρχικής Κατασκηνώσεως Παιδοπόλεως, η οποία μέχρι τότε στεγαζόταν στην Πρίγκηπο και, μία δεκαετία αργότερα, και της Στέγης Εργαζομένης Νεάνιδος, τη μερίμνη του αοιδίμου Προκατόχου μας Πατριάρχου Αθηναγόρου, εκδήλωσις και αυτό της πατρικής αγάπης του προς την νέα γενεά, την ελπίδα του αύριο.
Εμείς συνεχίζουμε εξ όλης της καρδίας μας την ευλογία και την προστασία της Μητρός Εκκλησίας προς την Κατασκήνωσι Παιδοπόλεως, όχι μόνον επειδή αναγνωρίζουμε το αναφαίρετο δικαίωμα των νέων μας να περάσουν ωρισμένες ημέρες ξεκούρασης και αναψυχής σε αυτόν τον ειδυλλιακό τόπο μετά από ένα κοπιαστικό σχολικό έτος, αλλά και επειδή είναι μία εξαιρετική ευκαιρία συνάντησης και συναναστροφής όλων των παιδιών της Ομογενείας της Πόλεως, αλλά και μεταξύ αυτών και των ομοδόξων αδελφών τους από άλλες κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες, όπως αυτές της Ρουμανίας και της Ουκρανίας.
Επιλαμβανόμεθα της ευκαιρίας της ιστορικής τριακοσιοστής επετείου από την επανίδρυσι της σήμερον πανηγυριζούσης Μονής μας για να αναπέμψουμε δέησι προς τον Κύριόν μας να αναπαύση μετά των αγίων και εν σκηναίς δικαίων τας ψυχάς των αοίδιμων Προκατόχων μας και των λοιπών αειμνήστων Αρχιερέων, κληρικών και λαϊκών παραγόντων, οι οποίοι συνέβαλαν με κόπους και θυσίας στην διαφύλαξι και προαγωγή των ιερών συμφερόντων της Μονής αυτής. Είη η μνήμη αυτών αιωνία και άληστος!”